- τρίεδρος
- ος, ο[ν] трёхгранный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τρεις έδρες, αυτός που σχηματίζεται από τρία επίπεδα («τρίεδρη γωνία») 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίεδρο μαθημ. σχήμα που ορίζεται από τρία τεμνόμενα επίπεδα σε ένα σημείο Ο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + εδρος (< έδρα), πρβλ.… … Dictionary of Greek
τρίεδρος, -η — ο αυτός που έχει τρεις έδρες, που σχηματίζεται από τρία επίπεδα: Τρίεδρη γωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)